χρονιάρης, -α, -ικο

χρονιάρης, -α, -ικο
1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, χρονιάρικος.
2. φρ., «χρονιάρα μέρα», επέτειος μεγάλης γιορτής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρονιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, χρονιάρικος 2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους 3. φρ. «χρονιάρα μέρα» γιορτάσιμη μέρα, επίσημη γιορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ταξιδ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”